Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιρρώννυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπιρ-ρώννῡμι και -ύω, αόρ. αʹ ἐπέρρωσα· I. προσθέτω δύναμη σε, δυναμώνω, ενισχύω ή ενθαρρύνω, λέγεται για τόλμημα, εγχείρημα, σε Ηρόδ., Θουκ. II. Παθ., παρακ. ἐπέρρωμαι, υπερσ. ἐπερρώμην, χρησιμ. ως ενεστ. και παρατ. αντίστοιχα· μέλ. ἐπιρρωσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπερρώσθην· ανακτώ τη δύναμή μου, λαμβάνω, αντλώ θάρρος, κουράγιο, σε Θουκ., Ξεν.· κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν (απρόσ.), πήραν θάρρος να μιλήσουν, σε Σοφ.