Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπινίκιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπινίκιος[ῑ], -ον (νίκη), I. σχετικός με νίκη, θριαμβευτικός, σε Πίνδ. κ.λπ. II. ως ουσ., ἐπινίκιον (ενν. μέλος), τό, τραγούδι νίκης, θριαμβική ωδή, τραγούδι θριάμβου, σε Αισχύλ. 2. α) ἐπινίκια (ενν. ἱερά), τά, θυσία για νίκη ή γιορτή προς τιμή της, σε Πλάτ. κ.λπ. β) (ενν. ἆθλα), έπαθλο, λάφυρα της νίκης, σε Σοφ.