Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιμελέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-μελέομαι και -μέλομαι· μέλ. -μελήσομαι, αόρ. αʹ -εμελήθην, παρακ. -μεμέλημαι· αποθ., I. αναλαμβάνω την φροντίδα, έχω την επιμέλεια, έχω την επιστασία, τη διοίκηση ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· περί τινος, ὑπέρ τινος, σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., φροντίζω ώστε..., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπ. ὅπως, σε Πλάτ.· απόλ., δίνω προσοχή, προσέχω, σε Ηρόδ. II. λέγεται για δημόσια αξιώματα, είμαι επιμελητής ενός πράγματος, σε Ξεν., Πλάτ.