Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιμαίνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-μαίνομαι, Παθ., με αόρ. βʹ -εμάνην [ᾰ], αλλά επίσης Μέσ. -εμηνάμην· παρακ. -μέμηνα· I. γίνομαι τρελός, παραφρωνώ μετά από, τρελαίνομαι για, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· απόλ., μαίνομαι, είμαι έξω φρενών, σε Αισχύλ. II. επιτίθεμαι, ορμώ με μανία, τινι, σε Ανθ.