Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπικαλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. 1. επικαλούμαι θεό, κάνω επίκληση, προσφεύγω, κάνω έκκληση, σε Ηρόδ., Δημ.· ἐπ. θεόν τινι, επικαλούμαι θεό, για να με προστατεύει, σε Ηρόδ.· ομοίως, στη Μέσ., στον ίδ., Ξεν. 2. προσκαλώ, σε Ομήρ. Οδ.· στη Μέσ., σε Ηρόδ. 3. Μέσ., αιτώ, ζητώ ως αρωγό ή σύμμαχο, στον ίδ., Θουκ. 4. Μέσ., προσκαλώ ενώπιόν μου, καλώ, συγκαλώ, λέγεται για τους Εφόρους, σε Ηρόδ. 5. Μέσ., προκαλώ σε μάχη, στον ίδ. II. Παθ., λαμβάνω νέο όνομα, μετονομάζομαι, στον ίδ.· αποκαλούμαι, καλούμαι με παρατσούκλι, σε Ξεν. III. προσάπτω κατηγορία εναντίον, τί τινι, σε Θουκ.· ταῦτ' ἐπικαλεῖς; αυτή είναι η κατηγορία σου; σε Αριστοφ.Παθ., τὰἐπικαλεύμενα χρήματα, τα χρήματα που κατηγορήθηκε ότι είχε στην κατοχή του, σε Ηρόδ.