LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιθυμέω"
- ἐπι-θῡμέω, μέλ. -ήσω (θυμός), θέτω την ψυχή μου αποκλειστικά σε κάτι, ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ σφόδρα, έχω τον πόθο, την επιθυμία, με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. προσ., σε Ξεν.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., επιθυμώ, ποθώ, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ = ἐπιθυμία, προθυμία, λαχτάρα για αυτόν, στον ίδ.

