Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιδείκνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-δείκνῡμι και -ύω· μέλ. -δείξω, αόρ. αʹ -έδειξα, Ιων. -έδεξα· I. 1. παρουσιάζω ως δείγμα, σε Αριστοφ.· γενικά, επιδεικνύω, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 2. Μέσ., επιδεικνύω ή παρουσιάζω για τον εαυτό μου ή για κάτι που είναι δικό μου, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐπιδείξασθαι λόγον, παρουσιάζω την ευγλωττία μου, την επιδεικνύω, στον ίδ.· απόλ., επιδεικνύω, κάνω μία παρουσίαση, επίδειξη των δυνάμεών μου, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. II. 1. δείχνω, υποδεικνύω, δηλώνω, τί τινι, στον ίδ.· με μτχ., αποδεικνύω ότι κάτι είναι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ., σε Ξεν.· ἐπ. τινα δωροδοκήσαντα, αποδεικνύω ότι κάποιος δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ. 2. απόλ., παρέχω πληροφορίες, στον ίδ.