Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιβοάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-βοάω, μέλ. -βοήσομαι, Ιων. -βώσομαι· I. 1. επικαλούμαι ή καλώ, φωνάζω δυνατά, ἐπ. τινὶ ότι..., ή με απαρ., σε Θουκ. 2. ξεστομίζω, εκφράζω, προφέρω ή τραγουδώ, τί τινι, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. 3. φωνάζω εναντίον, τινά· Παθ., ἐπιβοώμενος, ο δυσφημούμενος, στον ίδ. II. επικαλούμαι, θεούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., ἐπιβοᾶσθαι Θέμιν, σε Ευρ.· καλώ σε βοήθεια, τὴν στρατιὴν ἐπεβώσαντο, σε Ηρόδ.