Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπακολουθέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-ᾰκολουθέω, μέλ. -ήσω, 1. παρακολουθώ από κοντά κάποιον, τον έχω υπό στενή παρακολούθηση, κ.λπ. 2. καταδιώκω, κυνηγώ εχθρό, στον ίδ. κ.λπ. 3. παρακολουθώ νοητικά, κατανοώ συλλογισμό, τῷ λόγῳ, σε Πλάτ. 4. ακολουθώ, δηλ. συμμορφώνομαι, τοῖς πάθεσι, σε Δημ.