Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπαινέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-αινέω, Επικ. παρατ. ἐπῄνεον, μέλ. -έσω ή -έσομαι, ποιητ. (αλλά όχι Αττ.) -ήσω· αόρ. αʹ ἐπῄνεσα· ποιητ. (αλλά όχι Αττ.) ἐπῄνησα, παρακ. ἐπῄνεκαΠαθ., μέλ. -αινεθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπῃνέθην· I. 1. εγκρίνω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, Λατ. laudare, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ. τινά τι, επιδοκιμάζω κάποιον για κάτι, σε Αισχύλ. 2. επαινώ δημόσια, εγκωμιάζω, σε Θουκ. 3. αναλαμβάνω να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ευρ. 4. ο αόρ. ἐπῄνεσα χρησιμ. στην Αττ. με ενεστ. σημασία, ἐπῄνεσ' ἔργον, το επιδοκιμάζω, σε Σοφ.· απόλ., πολύ καλά! λαμπρά! εύγε!, σε Αριστοφ. II. προτείνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, σπρώχνω, συμβουλεύω, με απαρ., σε Σοφ. III. ως ευγενικός τρόπος απόρριψης, μη αποδοχής μίας πρότασης, σας ευχαριστώ, είμαι υπόχρεος, κάλλιστ' ἐπαινῶ, σε Αριστοφ.· ομοίως και, ἐπ. τὴν κλῆσιν, αρνούμαι την πρόσκληση, σε Ξεν. IV.λέγεται για ραψωδούς, απαγγέλλω, σε Πλάτ.