LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπίτροπος"
- ἐπίτροπος, -ον (ἐπιτρέπω),· 1. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί ένα καθήκον, θεματοφύλακας, διοικητής, διαχειριστής, σε Ηρόδ.· λειτουργός, διευθύνων, αντιβασιλέας, στον ίδ., Δημ. 2. φρουρός, προστάτης, κηδεμόνας, σε Ηρόδ., Θουκ.

