Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπίσκεψις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπίσκεψις, -εως, (ἐπισκέπτομαι),· 1. επιθεώρηση, επίσκεψη, εξέταση, επίσκεψη ασθενούς, σε Ξεν., Πλούτ. 2. έρευνα, ανάκριση, αναζήτηση πληροφοριών μέσω έρευνας, σε Ξεν.