Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπίπεδος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπίπεδος, -ον (πέδον), αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, επίπεδος, ισόγειος, σε Ξεν. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ. -πεδέστερος, στον ίδ.