Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπίκουρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπί-κουρος, , I. 1. βοηθός, σύμμαχος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για τους συμμάχους της Τροίας, Τρῶες ἠδ' ἐπίκουροι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στην Αττ., οι ἐπίκουροι ήταν μισθοφορικά στρατεύματα, αντίθ. προς τους γηγενείς στρατιώτες, τους πολίτες-στρατιώτες (πολῖται), σε Θουκ., Ξεν. 3. = δορυφόροι, οι σωματοφύλακες των βασιλιάδων, σε Ηρόδ. II. 1. ως επίθ., βοηθός, αρωγός, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., υπερασπιστής ή αυτός που προστατεύει, σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.