LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπίκαιρος"
- ἐπί-καιρος, -ον, 1. αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή τόπο, έγκαιρος, επίκαιρος, κατάλληλος, πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον χωρίον ἀποχρῆσθαι, το πιο πρόσφορο, το πλέον κατάλληλο προς χρήση, στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν ἐπίκαιρος, κατάλληλο για..., σε Σοφ. 2. λέγεται για μέρη του σώματος, ζωτικός, σπουδαίος, σε Ξεν.

