Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπίγονος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπίγονος, -ον (ἐπιγίγνομαι), I. επιγενόμενος, αυτός που γεννιέται στη συνέχεια, μετά από κάποιον άλλο· ως ουσ., ἐπίγονοι, οἱ, οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.· γένος μελισσών, σε Ξεν. II. 1. οἱ Ἐπίγονοι, οι Επίγονοι, γιοι των αρχηγών που έπεσαν στον πρώτο πόλεμο εναντίον των Θηβών, σε Ηρόδ. 2. οι Διάδοχοι των κτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.