Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπί"

Βρέθηκαν 977 λήμματα [1 - 20]
ἐπί, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.: Ριζική σημασία, επάνω, επί, εις.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ.· I. λέγεται για τόπο, 1. με ρήματα στάσης, επί ή πάνω, κεῖσθαι ἐπὶ χθονός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' ἵππου, πάνω στην πλάτη του αλόγου, έφιππος κ.λπ.· ἐπὶγῆς, πάνω στη γη, επίγειος, σε Σοφ.· ἐπ' ἀγροῦ, στον αγρό, σε Ομήρ. Οδ. επίσης πλησίον ή κοντά, ἐπίΛήμνου, έξωθεν, μακριά από τη Λήμνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με ρήματα κίνησης, η σημασία είναι πλήρης, μεστός, ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν, έσυραν το πλοίο εξολοκλήρου πάνω στην ξηρά και το άφησαν εκεί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἀναβῆναι ἐπὶ τῶν πύργων, σε Ξεν. 2. όχι αυστηρά για τόπο, μένειν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς, παραμένω στο αξίωμα, στον ίδ.· ἐπὶ τῶν πραγμάτων, απασχολημένος με υποχρεώσεις, σε Δημ.· λέγεται για πλοία, ὁρμεῖν ἐπ' ἀγκύρας, είμαι αγκυροβολημένος (δηλ. εξαρτώμαι από), σε Ηρόδ. 3. μαζί με την προσ. και αυτοπαθ. αντων., ἐφ' ὑμείων, από μέσα σας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' αὑτοῦ, από μόνος του, σε Θουκ.· αὐτός ἐφ' ἑαυτοῦ, σε Ξεν. 4. μαζί με αριθμητικά για να δηλωθεί το βάθος ενός στρατιωτικού σώματος, ἐπὶ τεττάρων, βάθους τεσσάρων ανδρών, στον ίδ.· ἐπ' ὀλίγων, δηλ. σε μακριά και λεπτή γραμμή, στον ίδ.· ἐφ'ἑνός, σε μία γραμμή (δηλ. χωρίς βάθος), στον ίδ. 5. με γεν. προσ., ενώπιον, με την παρουσία κάποιου, Λατ. coram, ἐπὶ πάντων, σε Δημ. 6. μαζί με ρήματα αίσθησης, ὁρᾶντι ἐπί τινος, σε Ξεν. 7. λέγεται για κίνηση, προς, προτρέποντο ἐπὶ νηῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· πλεῖν ἐπὶ Χίου, πλέω για τη Χίο, σε Ηρόδ.· ἡ ἐπὶ Βαβυλῶνος ὁδός, ο δρόμος που οδηγεί στη Βαβυλώνα, σε Ξεν. II. λέγεται για χρόνο, στα χρόνια κάποιου, ἐπὶπροτέρων ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ Κύρου, σε Ηρόδ.· ἐπ' ἐμοῦ, στον καιρό μου, στον ίδ. III. με ποικίλες άλλες σημασίες· 1. υπεράνω, άνωθεν, από πάνω, λέγεται για αυτούς που έχουν εξουσία, ὁ ἐπὶ τῶν ὁπλιτῶν, ὁ ἐπὶ τῶν ἱππέων, σε Δημ.· ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, ο ταμίας, στον ίδ. 2. κεκλῆσθαι ἐπί τινος, ονομάστηκε έτσι από αυτόν, σε Ηρόδ.· ἡ ἐπ' Ἀνταλκίδου εἰρήνη καλουμένη, σε Ξεν. 3. λέγεται για περιστάσες και άλλα συναφή, ἐπὶ πάντων, σε κάθε περίσταση, σε Δημ.· ομοίως και σε φράσεις που αργότερα έγιναν επιρρηματικές, ἐπ' ἴσης (ενν. μοίρας), ομοίως, εξ ίσου, σε Σοφ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.· I. 1. λέγεται για τόπο, πάνω σε, ἕξεσθαι ἐπὶδίφρῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· με ρήματα κίνησης, στο ίδ.· σε κατάσταση γονιμοποίησης, πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν, πετούν πάνω στα λουλούδια και κάθονται εκεί, στο ίδ.· σε ή πλησίον, κοντά, ἐπὶ θύρῃσι, στο ίδ.· πάνω ή άνωθεν, από πάνω, ἐπ' Ἰφιδάμαντι, πάνω από το σώμα του Ιφιδάμαντα, στο ίδ. 2. με εχθρική σημασία, εναντίον, σε Ηρόδ. 3. προς, σε σχέση, σχετικά προς, ἐπὶ πᾶσι, σε Ομήρ. Ιλ.· νόμον τίθεσθαι ἐπί τινι, θεμελιώνω νόμο κάποιου, είτε υπέρ είτε κατά, σε Πλάτ. 4. λέγεται για συσσώρευση, συγκέντρωση, επί, κατόπιν, ύστερα, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ, το ένα αχλάδι μετά το άλλο, σε Ομήρ. Οδ. 5. επιπλέον, ἐπὶ τοῖσι, επιπλέον, εκτός αυτού, ακόμη, ἐπὶ τούτοις, σε Αττ. 6. λέγεται για θέση, κατόπιν, πίσω, όπισθεν, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. 7. στη δήλωση εξάρτησης από την εξουσία κάποιου, Λατ. penes, ἐπὶ τινί ἐστι, είναι στην εξουσία του να κάνει κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ.· τὸ ἐπ' ἐμοί, όσο εξαρτάται από μένα, σε Ξεν. 8. λέγεται για καταστάσεις ή περιστάσεις, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐπὶ τῷ παρόντι, σε Θουκ. II. 1. λέγεται για χρόνο, ἐπὶ νυκτί, κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰεὶἐπ' ἤματι, κάθε μέρα, σε Ομήρ. Οδ. 2. μετά, κατόπιν, ἕκτῃ ἐπὶ δεκάτῃ ή τῇ ἕκτῃ ἐπὶ δέκα, κατά την δεκάτη έκτη του μήνα, παρά Δημ.· τὰἐπὶ τούτοις, Λατ. quod superest, σε Θουκ.· τοὐπὶ τῷδε, σε Ευρ. III. με ποικίλες άλλες σημασίες· 1. λέγεται για αφορμή ή αιτία, ἐπὶ σοί, εξαιτίας σου, σε Ομήρ. Ιλ.· μέγα φρονεῖν ἐπί τινι, περηφανεύομαι σε ή για κάτι, σε Πλάτ.· ἀγανακτεῖν επί τινι, σε Ξεν. 2. λέγεται για τέλος ή σκοπό, ἐπὶ δόρπῳ, για δείπνο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ κακῷ, για βλάβη, κακό, αδικία, σε Ηρόδ.· δῆσαι ἐπὶ θανάτῳ, στον ίδ., Ξεν.· ἐπ' ἐξαγωγῇ, για εξαγωγή (εμπορεύματος), σε Ηρόδ. 3. λέγεται για δήλωση των όρων λόγω των οποίων γίνεται κάτι, ἐπὶ τούτοις, υπό αυτούς τους όρους, στον ίδ.· ἐφ' ᾧ ή ἐφ' ᾧτε, υπό τον όρο, στον ίδ.· ἐπὶ οὐδενί, σε καμία περίπτωση, επ' οὐδενί, στον ίδ.· ἐπ' ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, επί ίσοις όροις, σε Θουκ. 4. λέγεται για τιμή, αξία, τίμημα, ἔργον τελέσαι μεγάλῳ ἐπὶ δώρῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ πόσῳ; σε Πλάτ.· ἐπ' ἀργυρίῳ, σε Δημ.· για τον τόκο των δανείων, δανείζεσθαι ἐπὶ τοῖς μεγάλοις τόκοις, στον ίδ. 5. κεκλῆσθαι ἐπί τινι, παίρνω το όνομά μου από κάποιον, σε Πλάτ. 6. λέγεται για άρχοντες της εξουσίας, ἐπὶ βουσίν, επιστάτης των βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ ταῖς ναυσίν, σε Ξεν.· οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασιν, σε Δημ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.· I. 1. λέγεται για τόπο, πάνω, επί ή επάνω σε ύψωμα, ἐπὶ πύργον ἔβη, σε Ομήρ. Ιλ.· προελθεῖν ἐπὶ τὸ βῆμα, σε Θουκ.· ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸν ἵππον, σε Ξεν.· απλώς, εις, σε, προς, ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μεταφ., ἐπὶ ἔργα τρέπεσθαι, στο ίδ.· ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὀφείλειν, να οφείλει κάποιος στην τράπεζα, σε Δημ. 2. έως, μέχρι, ἐπὶ θάλασσαν, σε Θουκ.· λέγεται για καταμετρήσεις, πλέον ἢ ἐπὶ δύο στάδια, σε Ξεν.· με ουδ. επίθ., ὅσον τ' ἔπι, μέχρι του σημείου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ πᾶν ἐλθεῖν, σε Ξεν.· ἐπὶ σμικρόν, ολίγον τι, λίγο, σε Σοφ.· ἐπ' ἔλαττον, ἐπ' ἐλάχιστον, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. ἐπὶ πλέον, ακόμη περισσότερο, σε Ηρόδ.· ενώπιον, μπροστά, εμπρός, Λατ. coram, ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὰ κοινά, στον ίδ. 4. στη στρατιωτική ορολογία, ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσιν, δηλ. είκοσι πέντε σε ένα στράτευμα, σε Θουκ. 5. προς, κατά, ἐπὶ δεξιά, ἐπ' ἀριστερά, σε Όμηρ. κ.λπ.· — επίσης σε στρατιωτικές φράσεις, ἐπὶ δόρυ ἀναστρέψαι, ἐπὶ ἀσπίδα μεταβαλέσθαι, προς το μέρος του δόρατος ή της ασπίδας, δηλ. προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, σε Ξεν.· ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖν, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι με τα πόδια, δηλ. χωρίς να στρέψουν τα νώτα, αντικρίζοντας τον εχθρό, στον ίδ.· ἐπὶ τὸ μεῖζον, με υπερβολή, σε Θουκ.· ἐπὶ τὰ γελοιότερα, έτσι ώστε να προκληθεί γέλιο, σε Πλάτ. 6. με εχθρική σημασία, εναντίον, κατά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 7. λέγεται για επέκταση, ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα, εξαπλώθηκε σε έκταση εννιά πλέθρων, στο ίδ.· ἐπὶπολύ, σε μεγάλη έκταση, σε Θουκ.· ομοίως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππους ἐπὶ νῶτον ἐΐσσας, στο ίδ. II. 1. λέγεται για χρόνο, για ή κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρόνου, πολλὸν ἐπὶ χρόνον, στο ίδ.· ἐπὶ δέκα ἔτη, σε Θουκ. 2. έως ή μέχρι συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ, σε Ομήρ. Οδ. III. με ποικίλες άλλες ενεργητικές σημασίες· 1. λέγεται για το αντικείμενο ή τον σκοπό για τον οποίο κάποιος πηγαίνει κάπου, ἐπὶ Τυδῆ, για να μεταφέρει ειδήσεις του Τυδέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλθεῖν ἐπ' ἀργύριον, σε Ξεν.· με ουδ. αντων., ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν, για αυτόν τον σκοπό, στον ίδ.· ἐπὶ τί; για ποιο σκοπό; Λατ. quorsum? σε Αριστοφ.· ἐπὶ τόκον, με (δηλ. κερδίζοντας) τόκο, σε Δημ. 2. ως προς, όσον αφορά, τοὐπ' ἐμέ, τοὐπί σε, σε Ευρ. 3. λέγεται για άτομα που εποπτεύουν άλλα άτομα, ἐπὶ τοὺς πεζοὺς καθιστάναι ἄρχοντα, σε Ξεν. 4. συμφώνως προς, σύμφωνα με, ἐπὶ στάθμην, σύμφωνα με την γραμμή της στάθμης, σε Ομήρ. Οδ. Δ. ΘΕΣΗ· I. η ἐπί μπορεί να ακολουθεί την πτώση της, όταν γίνεται ἔπιλόγω αναστροφής. Ε. ΑΠΟΛ., I. ἐπί χωρίς αναστροφή, ιδίως ἐπὶ δέ, και επιπλέον, σε Ηρόδ. II. ἔπι αντί ἔπεστι, υπάρχει, σε Όμηρ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· I. λέγεται για τόπο, υποδηλώνει στάση πάνω σε, επί, όπως στο ἐπίκειμαι, ή κίνηση, πάνω ή υπεράνω, όπως το ἐπιβαίνω· εις, σε ή προς, όπως στα ἐπαρίστερος, ἐπιδέξιος· εναντίον, όπως στα ἐπαΐσσω, ἐπιστρατεύω· μέχρι ενός σημείου, όπως στο ἐπιτελέω· πέραν των ορίων, όπως στα ἐπινέμομαι, ἐπεργασία. 2. επέκταση, άπλωμα πάνω σε επιφάνεια, όπως στα ἐπαλείφω, ἐπάργυρος, ἐπίχρυσος. 3. συσσώρευση, συγκέντρωση ή προσθήκη, όπως στα ἐπιβάλλω, ἐπίκτητος. 4. συνοδεία μουσικής, σε, με, όπως στα ἐπᾴδω, ἐπαυλέω. 5. λέγεται για τόπο, ἐπίτριτος, ένα και ακόμα 1/3, δηλ. 1 + 1/3, Λατ. sesquitertius, ομοίως και ἐπιτέταρτος κ.λπ. II. λέγεται για χρόνο και ακολουθία, μετά, κατόπιν, όπως στο ἐπιγίγνομαι. III. με αιτιολ. σημασία, για υπεροχή πάνω σε ή σε, όπως στα ἐπιχαίρω, ἐπιγελάω· λέγεται για εξουσία, υπέρ, άνωθεν, πάνω από, από πάνω, όπως στα ἐπικρατέω, ἐπιβούκολος· λέγεται για αιτία, αφορμή, για, δια, διότι, όπως στα ἐπιθυμέω, ἐπιθάνατος· χρησιμοποιείται για ενίσχυση ή επίταση της έννοιας του ρήματος, όπως στα ἐπαινέω, ἐπιμέμφομαι.
ἐπι-άλλομαι, Επικ. αντί ἐφ-άλλομαι, για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τη μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἐπιάλμενος.
ἐπ-ιάλλω, μέλ. -ιᾰλῶ· αόρ. αʹ -ίηλα (με )· στέλνω σε, εναντίον, επιβάλλω, ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλεν, άπλωσε τα χέρια πάνω σε αυτά, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπίηλεν τάδεἔργα, προκάλεσε, επέφερε αυτά τα έργα, στο ίδ.· ἐπιαλῶ (ενν. τὸ κέντρον), θα το βάλλω σε ενέργεια, σε Αριστοφ.
ἐπιανδάνω, Επικ. αντί ἐφανδάνω.
ἐπ-ῐαύω, 1. κοιμάμαι ανάμεσα, μεταξύ, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. 2. κοιμάμαι πάνω σε, σε Ανθ.
ἐπ-ιάχω[ᾰ], κραυγάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ μετά από μία αγόρευση ή ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης απλώς, φωνάζω δυνατά, στο ίδ.
ἐπίβᾱ, αντί ἐπίβηθι, προστ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω.
ἐπιβάθρα, (ἐπιβαίνω), σκάλα, κλίμακα ή βαθμίδες, σκαλοπάτια· μεταφ., τρόπος προσέγγισης, πρόφαση, τινός, έναντι κάποιου..., σε Πλούτ.
ἐπίβαθρον, τό (ἐπιβαίνω), I. εισιτήριο επιβάτη, Λατ. naulum, σε Ομήρ. Οδ. II. μέρος για κούρνιασμα, φωλιά σε κλαδί δέντρου, σε Ανθ.
ἐπι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, αόρ. βʹ -έβην, προστ. ἐπιβῆθι ή ἐπίβᾱ· αόρ. αʹ Μέσ., ἐπεβησάμην (για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμ. πάντα τον Ιων. τύπο ἐπεβήσετο, προστ. ἐπιβήσεο) ·
Α.
σε αυτούς τους χρόνους αμτβ., ανεβαίνω, ανέρχομαι· I. 1. με γεν., βάζω το πόδι μου πάνω σε, βηματίζω, περπατώ ή πατώ, ποδοπατώ, σε Όμηρ., Αττ.· επίσης, ἐπ. ἐπί τινος, σε Ηρόδ. 2. ανεβαίνω πάνω σε, ανέρχομαι, νεῶν, ἵππων, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης, ἐπ. ἐπὶ νηός, στον ίδ. 3. λέγεται για χρόνο, φθάνω σε, σε Πλάτ. 4. μεταφ., ἐπ' ἀναιδείης ἐπ., παρασύρομαι, φθάνω σε σημείο αναίδειας (γίνομαι αναιδής), σε Ομήρ. Οδ.· εὐσεβίας ἐπ., κρατώ, τηρώ την ευσέβεια, σε Σοφ. II. 1. με δοτ., ανεβαίνω πάνω, έρχομαι πάνω, ναυσί, σε Θουκ.· επίσης, ἐπ. ἐπὶ πύργῳ, σε Ηρόδ. 2. με δοτ. προσ., επιτίθεμαι εναντίον, ορμώ, προσβάλλω, τινί, σε Ξεν. III. 1. με αιτ. τόπου, σκοντάφτω πάνω, βρίσκω τυχαία, σε Όμηρ.· απλώς, συνεχίζω, προχωρώ, τραβώ σε ένα μέρος, εισέρχομαι σ' αυτό, σε Ηρόδ. 2. με αιτ., επιτίθεμαι, όπως το ἐπέρχομαι, σε Σοφ. 3. ανεβαίνω, ιππεύω, καβαλλικεύω, νῶθ' ἵππων, σε Ησίοδ.· ἵππον, σε Ηρόδ. IV. 1. απόλ., πατώ κάπου, σε Ομήρ. Οδ. 2. προχωρώ μπροστά, προηγούμαι, σε Ησίοδ., Σοφ. 3. ανεβαίνω σε άρμα ή στην πλάτη του αλόγου, είμαι έφιππος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επιβιβάζομαι σε πλοίο ή είμαι επιβάτης πλοίου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. Β. μτβ. στον Ενεργ. αόρ. αʹ (το ἐπιβιβάζω χρησιμ. ως ενεστ.), 1. κάνω κάποιον να ανεβεί, ανεβάζω, ἵππων ἐπέβησε, σε Ομήρ. Ιλ.· πυρῆς ἐπέβησε, στο ίδ. 2. μεταφ., εὐκλεΐης ἐπίβησον, έρχομαι σε μεγάλη δόξα, στο ίδ.· σαοφροσύνης ἐπέβησαν, τον φέρνουν σε νηφαλιότητα, τον συγκαλούν στα λογικά του, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ ἐπέβᾰλον· I. 1. μεταβατικό, ρίχνω ή θέτω κάτι επάνω, Λατ. injicere, τρίχας ἐπ. (ενν. πυρί), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ, σε Ηρόδ. 2. απλώνω, αλείφω, βάζω πάνω, Λατ. applicare, (ἵπποις) ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιβ. πληγάς τινι, σε Ξεν.· επιβάλλω, ορίζω ως φόρο, βάζω πρόστιμο ή ποινή, τί τινι, σε Ηρόδ., Αττ. 3. ἐπιβ. σφραγῖδα, επικολλώ σφραγίδα, σφραγίζω, σε Ηρόδ. 4. προσθέτω, ἐπ. (ενν. χοῦν), ρίχνω όλο και πιο πολύ χώμα, σε Θουκ.· μεταφ., αναφέρω, Λατ. mentionem injicere rei, τι, σε Σοφ. II. 1. αμτβ., (ενν. ἑαυτόν), ρίχνομαι πάνω, ορμώ κατευθείαν προς, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ. 2. πέφτω πάνω ή κατέρχομαι εναντίον, τινί, σε Πλάτ. 3. (ενν. τὸν νοῦν), δίνομαι σε κάτι, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι σε αυτό, με δοτ., σε Πλούτ.· δίνω προσοχή σε, σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σε Κ.Δ. 4. ακολουθώ, έρχομαι στη συνέχεια, σε Πλούτ. 5. διαδέχομαι, ανήκω, πέφτω στον κλήρο κάποιου, τινί, σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης απρόσ. με αιτ. και απαρ., πέφτει στο μερίδιο κάποιου, αφορά κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ.· τὸ ἐπιβάλλον (ενν. μέρος), το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον, που του ανήκει, στον ίδ., Κ.Δ. III. 1. Μέσ., με γεν., στρέφομαι σε, επιθυμώ έντονα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ., βάζω πάνω μου, σε Ευρ.· μεταφ., κατέχω, αποκτώ κυριότητα, αναλαμβάνω την ευθύνη, σε Θουκ. IV.στην Παθ., τοποθετούμαι σε, ἐπιβεβλημένοι τοξόται, τοξότες με τα βέλη τους στη χορδή (του τόξου), σε Ξεν.
ἐπιβάς, μτχ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω.
ἐπίβᾰσις, -εως, (ἐπιβαίνω), ανάβαση, πλησίασμα· μέσο προσέγγισης, προσπέλαση, μπάσιμο, σε Πλάτ.· εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ., βρίσκω τρόπο επιθέσεως εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.
ἐπι-βάσκω, Ενεργ. του ἐπιβαίνω, με γεν., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, οδηγείς αυτούς σε δυστυχία, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-βαστάζω, μέλ. -σω, «ζυγίζω» στο χέρι μου, σε Ευρ.
ἐπιβᾰτεύω, μέλ. -σω (ἐπιβάτης), I. πατώ το πόδι μου σε ένα μέρος, με γεν., σε Πλούτ.· μεταφ., κατασχέτω, οὐνόματος ἐπ., σφετερίζομαι όνομα, σε Ηρόδ.· ῥήματος ἐπ., στηρίζομαι σε ένα λόγο, στον ίδ. II. μπαίνω σε πλοίο ως στρατιώτης, στον ίδ.
ἐπιβάτης[ᾰ], -ου, (ἐπιβαίνω), αυτός που ανεβαίνει ή επιβιβάζεται· 1. α) ἐπιβάται, οἱ, στρατιώτες που έχουν επιβιβαστεί σε πλοίο, πολεμιστές στρατιώτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες και ναύτες, σε Ηρόδ. β) έμπορος επιβιβασμένος σε πλοίο, επιστάτης φορτίου πλοίου, σε Δημ. 2. μαχητής σε άρμα, σε Πλάτ.
ἐπιβᾰτός, , -όν (ἐπιβαίνω), αυτός που μπορεί κάποιος να τον ανέβει, προσπελάσιμος, προσιτός, σε Ηρόδ.· χρυσίῳ ἐπ., καταδεκτικός, επιρρεπής στη δωροδοκία, σε Πλούτ.
ἐπιβείομεν, Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι, απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.
ἐπιβήσσω, βήχω κατόπιν ή επιπλέον, σε Ιππ.