LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπήρεια"
- ἐπήρεια, ἡ, υβριστική μεταχείριση, κακόβουλη, κακεντρεχής ενέργεια, Λατ. contumelia, σε Δημ. κ.λπ.· κατ' ἐπήρειαν, μέσω προσβολής, σε Θουκ.· ἐν ἐπηρείας τάξει, σε Δημ. (άγν. προέλ.).