Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπήκοος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπήκοος, Δωρ. ἐπάκοος, -ον, (ἐπακούω), I. αυτός που ακούει ή δίνει προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., στον ίδ. II. αυτός που βρίσκεται εντός πεδίου ακοής, εντός ακουστικής ικανότητας, αντίληψης, εἰς ἐπήκοον, σε Ξεν.