LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐξόδιος"
- ἐξόδιος, -ον (ἔξοδος), αυτός που ανήκει σε έξοδο· ως ουσ., ἐξόδιον (ενν. μέλος), τό, το τέλος της τραγωδίας, σε Πλούτ.· μεταφ., τέλος ή καταστροφή τραγωδίας, τραγικό τέλος, στον ίδ.