Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐξετάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐξ-ετάζω, μέλ. -ετάσω, αόρ. αʹ -ήτασα, Δωρ. -ήταξα, παρακ. -ήτακαΠαθ., μέλ. -ετασθήσομαι, αόρ. αʹ -ητάσθην, παρακ. -ήτασμαι· I. 1. εξετάζω καλά ή προσεκτικά, διερευνώ, ψάχνω προσεκτικά, δοκιμάζω, κρίνω, σε Θέογν., Αττ. 2. λέγεται για στρατεύματα, επιθεωρώ, εξετάζω, ελέγχω, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, επιθεωρώ, απαριθμώ, σε Δημ. II. εξετάζω ή ανακρίνω κάποιον αυστηρά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. III. υπολογίζω, συγκρίνω, τι πρός τι, κάτι από ή με κάτι άλλο, στον ίδ. IV.1. εξετάζω με δοκιμασία, δοκιμάζω, λέγεται για χρυσό, στον ίδ. — στην Παθ. με μτχ., ἐξετάζεται παρών, είναι αποδεδειγμένο ότι αυτός ήταν εκεί, σε Πλάτ.· ἐξετάζεσθαι φίλος (ενν. ὤν), σε Ευρ.· με γεν., τῶν ἐχθρῶν ἐξετάζεσθαι, αυτός που συγκαταλέγεται στον αριθμό, στις τάξεις των εχθρών, σε Δημ. 2. παρουσιάζομαι, φαίνομαι, παρίσταμαι, εμφανίζομαι, στον ίδ.