Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐξαμαρτάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐξ-ᾰμαρτάνω, μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον· απομακρύνομαι από τον στόχο, σφάλλω, αμαρτάνω, σε Ηρόδ., Αττ.· με σύστ. αντ., ἐξ. τι, διαπράττω σφάλμα, κάνω λάθος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.