LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐξαλύσκω"
- ἐξ-ᾰλύσκω, μέλ. -ύξω, αόρ. αʹ ἐξήλυξα· όπως το ἐξαλέομαι, φεύγω από, με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., διαφεύγω, δραπετεύω, σε Αισχύλ., Ευρ.