Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐξαλλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐξ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. 1. αλλάζω κάτι εντελώς ή εξολοκλήρου, σε Ευρ.Μέσ., μηδὲν ἐξαλλάσσεται, δεν βλέπει καμία μεταβολή να γίνεται, σε Σοφ. 2. αποσύρομαι από έναν τόπο, τον εγκαταλείπω, με αιτ., σε Ευρ. II. 1. ἐξαλλάσσειν τί τινος, απομάκρυνση, μετακίνηση ενός πράγματος από κάτι άλλο, με γεν., σε Θουκ. 2. αμτβ., αλλάζω δρόμο, κινούμαι πίσω και μπρος, σε Ευρ.· ποίαν ἐξαλλάξω; ποια οδό να ακολουθήσω; στον ίδ.· ἐξαλλάσσουσα χάρις, ασυνήθιστη χάρη, σπάνια αρετή, στον ίδ.