Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐξαιτέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐξ-αιτέω, μέλ. —ήσω , I. απαιτώ ή ζητώ από κάποιον, με διπλή αιτ., τήνδε μ' ἐξαιτεῖ χάριν, σε Σοφ.· ἐξ. τινα πατρός, την ζητά σε γάμο από τον πατέρα, στον ίδ.· ἐξ, τινα, απαιτώ την παράδοση ενός ανθρώπου, σε Ηρόδ., Δημ.· σμικρόν ἐξ., αυτός που παρακαλεί για λίγο, σε Σοφ. II. 1. Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, απαιτώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. στη Μέσ. επίσης = παραιτοῦμαι, ζητώ ως χάρη, κερδίζω τη συγνώμη κάποιου ή την άφεση, Λατ. exorare, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., ικετεύω ώστε να αποκτήσω, να επιτύχω, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ., αποτρέπω, αποκρούω με παρακάλια, μέσω ικεσίας ή παράκλησης, Λατ. deprecari, στον ίδ.