LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐξαίνυμαι"
- ἐξ-αίνῠμαι, Επικ. αποθ.· βγάζω, απάγω κάτι από κάπου, σε Ομήρ. Οδ.· με διπλή αιτ., ἐξαίνυτο θυμὸν ἀμφοτέρω, αφαιρούσε την ζωή και από τους δύο, σε Ομήρ. Ιλ.