Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐξάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐξ-άπτω, μέλ. -ψω, I. 1. δένω πάνω, δηλ. πάνω σε κάτι, με γεν., σε Όμηρ., Ευρ.· τι ἔκ τινος, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., ἐξ στόματος λιτός, αφήνοντας τις προσευχές, ικεσίες να πέσουν από το στόμα, σε Ευρ. 3. ἐξ. τί τινι, τοποθετώ πάνω σε, στον ίδ. II. 1. Μέσ., κρεμιέμαι από πάνω, αρπάζομαι, πιάνομαι, προσκολλούμαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κρεμώ κάτι πάνω μου, το φορώ, το κρατώ πάνω μου, σε Ευρ.