LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐντέλλω"
- ἐν-τέλλω, κυρίως στη Μέσ., μέλ. -τελοῦμαι, παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐντέλλεσθαι ἀπὸ γλώσσης, προστάζω κάποιον με τα λόγια, στον ίδ. — Παθ., τὰ ἐντεταλμένα, διαταγές, προσταγές, στον ίδ., Ξεν.