Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐνεργός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐν-εργός, -όν (ἔργον),· I. αυτός που εργάζεται, εργαζόμενος, ενεργός, δραστήριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες ή πλοία, αποτελεσματικός, κατάλληλος, ικανός για υπηρεσία, σε Θουκ., Ξεν. II. λέγεται για χώρα, αποδοτική, εύφορη, παραγωγική, προσοδοφόρα, αντίθ. προς το ἀργός, στον ίδ.· ἐν. χρήματα, κεφάλαια που αποδίδουν κέρδος, έντοκα, σε Δημ. III. επίρρ. ἐνεργῶς, δραστήρια, σε Ξεν.