LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐνεργάζομαι"
- ἐν-εργάζομαι, μέλ. -σομαι, 1. Αποθ., προξενώ ή παράγω, με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.· αόρ. αʹ ἐνειργάσθην με Παθ. σημασία, τοποθετήθηκε μέσα, στον ίδ. 2. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό σε κάποιο μέρος, σε Ηρόδ.· ἐνεργ. τῇ οὐσίᾳ, εμπορεύομαι την ιδιοκτησία μου, σε Δημ.