LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐνδοιάζω"
- ἐνδοιάζω, = ἐν δοιῇ εἰμι, βρίσκομαι σε αμφιβολία, έχω ενδοιασμούς ως προς το πώς να κάνω κάτι, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι, με απαρ., σε Θουκ.· απόλ., οἱ ἐνδοιάζοντες, οι αναποφάσιστοι, στον ίδ. — Παθ., είμαι αντικείμενο αμφιβολίας ή αμφιλογίας, σημείο αντιλεγόμενο, ἐνδοιασθῆναι, στον ίδ.