Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐνδεής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐνδεής, -ές, ουδ. πληθ. ἐνδεᾶ (ἐνδέω1. αυτός που έχει ανάγκη ενός πράγματος, ανεπαρκής, ελλιπής, σε Ηρόδ., Αττ. 2. α) απόλ., φτωχός, στερημένος, άπορος, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. β) αυτός που λείπει, ελλιπής, ανεπαρκής, κυρίως σε συγκρ., Ηρόδ., Θουκ.· τινι, ως προς κάτι, στον ίδ.· τὸ ἐνδεές, έλλειψη, στέρηση, ανεπάρκεια, ανάγκη, στον ίδ. 3. υποδεέστερος, κατώτερός, με γεν., σε Ξεν.· τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι, να πράξεις, να ενεργήσεις λιγότερο από την πραγματική σου δύναμη, σε Θουκ.· τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο (ενν. τὰ πράγματα), η δύναμη τους ήταν άνιση ως προς τον σκοπό, στον ίδ. 4. ανεπαρκής, στον ίδ.· επίρρ. ἐνδεῶς, ελλειπτικά, ανεπαρκώς, σε Πλάτ.· μὴ ἐνδεῶς γνῶναι, κρίνω, γνωμοδοτώ επαρκώς ή πλήρως, σε Θουκ.