Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐνδίδωμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐν-δίδωμι, μέλ. -δώσω, παραχωρώ, παραδίδω, ενδίδω, υποχωρώ· I. δίνω στα χέρια κάποιου, παραδίδω, εγχειρίζω, τινα ή τί τινι, σε Ευρ. κ.λπ.· μία πόλη, ιδίως με προδοσία, σε Θουκ., Ξεν. II. όπως το Λατ. praebere, παρέχω, δανείζω, δίνω, χορηγώ, ἐνδιδόναι τινὶχερὸς στηρίγματα, δίνω σε κάποιον ένα χέρι (=βοήθεια), σε Ευρ.· ἐνδ. λαβήν τινι, προσφέρω (σε αντίπαλο) το πρόσχημα ή την ευκαιρία, σε Αριστοφ.· προξενώ, προκαλώ, σε Θουκ. III. δείχνω, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. IV. επιτρέπω, παραχωρώ, ενδίδω, σε Ευρ., Θουκ.V. αμτβ., υποχωρώ, επιτρέπω, δίνω την άδεια, σε Ηρόδ.· ενδίδω, υποχωρώ, χάνω έδαφος, υποκύπτω, σε Θουκ.· ἐνδ. τινι, υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε, στο ίδ.