LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐναύω"
- ἐν-αύω, παρατ. ἔναυον, αόρ. αʹ ἔναυσα· ανάβω, ἐν. πῦρ τινι, ανάβω φωτιά σε κάποιον, τον κάνω να πιάσει φωτιά, σε Ξεν. — Μέσ., πῦρ ἐναύεσθαι, παίρνω φωτιά, σε Πλούτ.