Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐναργής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐν-αργής, -ές (ἀργός),· 1. ορατός, ψηλαφητός, οφθαλμοφανής, με υλική υπόσταση, κυρίως λέγεται για θεούς που εμφανίζονται με την ίδια τους τη μορφή, σε Όμηρ.· ομοίως λέγεται και για όνειρο ή όραμα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐναργὴς ταῦρος, με ευκρινή, ορατή, καθαρή, σαφή μορφή ταύρου, αληθινός ταύρος, σε Σοφ. 2. φανερός στη σκέψη, ευδιάκριτος, σαφής, ξεκάθαρος, στον ίδ., σε Δημ.· επίρρ., -γῶς, φανερά, προφανώς, ξεκάθαρα, σαφώς, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. λέγεται για λέξεις κ.λπ., ευκρινής, σαφής, φανερός, συγκεκριμένος, ξεκάθαρος, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐναργέως λέγειν, σε Ηρόδ.