LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐναλίγκιος"
- ἐν-ᾰλίγκιος, -ον, όμοιος, αυτός που μοιάζει, με δοτ., σε Όμηρ.· θεοῖςἐναλίγκιος αὐδήν, όμοιος με τη φωνή των θεών, σε Ομήρ. Οδ.