Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐνέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐνέπω, επιτετ. ἐννέπω, αόρ. βʹ ἔνισπον, προστ. ἐνίσπες και ἐνίσπε, μέλ. ἐνισπήσω και ἐνίψω· εκτετ. τύπος του *ἔπω, εἰπεῖν· 1. λέω, διηγούμαι, αναφέρω, αφηγούμαι, περιγράφω, σε Όμηρ., Τραγ.· απόλ., διηγούμαι, ανακοινώνω ειδήσεις ή εξιστορώ μύθους, σε Ομήρ. Οδ. 2. απλώς μιλώ, σε Ησίοδ., Τραγ. 3. με αιτ. και απαρ., προστάζω, παραγγέλλω, σε Σοφ. 4. αποκαλώ, ονομάζω, ἐνν. τινὰ δοῦλον, σε Ευρ. 5. = προσεννέπω, προσαγορεύω, προσφωνώ, τινά, σε Σοφ.