Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐμός, , -όν, κτητ. αντων. του αʹ προσ. (ἐγώ, ἐμοῦ), δικός μου, Λατ. meus, σε Όμηρ. κ.λπ.· σε κράση με το Άρθρο, οὑμός, τοὐμόν, τοὐμοῦ, τὠμῷ, τἀμά· 1. για να ενισχύσει την έννοια του κτήτορα, ἐμὸν αὐτοῦ, δικό μου, προσωπικό μου ή είμαι ο ιδιοκτήτης, ο κτήτοράς του, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν ἐμὸν αὐτοῦ βίον, σε Αριστοφ. 2. ως αντικ., σε εμένα, σε ό,τι αφορά εμένα, ως προς εμένα, ἐμὴ ἀγγελίη, σε Όμηρ.· τὴν ἐμὴν αἰδῶ, σεβασμός σε εμένα, σε Αισχύλ.· αἱ ἐμαὶ διαβολαί, συκοφαντίες, δυσφημήσεις εναντίον μου, σε Θουκ.· τοὐμὸν αἷμαπατρός, το αίμα του χύθηκε εξαιτίας μου, σε Σοφ. 3. τὸ ἐμόν, τὰ ἐμά, η περιουσία μου, η ιδιοκτησία μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, τὰ ἐμά ή τὸ ἐμόν, το μέρος μου, οι υποθέσεις μου, το συμφέρον μου, οὕτω τὸ ἐμὸν ἔχει, έτσι έχουν τα πράγματα με εμένα, σε Ηρόδ.· ἔρρει τἀμά, σε Ξεν.· απ' όπου περιφραστικά αντί ἐγώ ή ἐμέ, σε Σοφ.· ή απόλ., τό γε ἐμόν, τὸ μὲν ἐμόν, εκ μέρους μου, σε ό,τι με αφορά, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. ἡ ἐμή (ενν. γῆ), η χώρα μου, η πατρίδα μου, σε Θουκ.