Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐμφανής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐμφᾰνής, -ές, I. αυτός που αντανακλά τον εαυτό του, που καθρεφτίζει (είδωλο), λέγεται για καθρέφτες, σε Πλάτ. II. 1. ορατός στο μάτι, φανερός, ιδίως λέγεται για τους θεούς που εμφανίζονται με υλική υπόσταση στους θνητούς, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐμφανῆ τινα ἰδεῖν, τον βλέπω με τη φυσική του μορφή, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, τἀμφανῆ κρύπτειν, στον ίδ.· ἐμφ. τεκμήρια, ορατές, απτές, φανερές, ολοφάνερες αποδείξεις, στον ίδ.· τὰ ἐμφ. κτήματα, φανερή περιουσία, πραγματική ιδιοκτησία, σε Ξεν. 2. ποιεῖν τι ἐμφανές, κάνω κάτι δημοσίως, Λατ. in propatulo, σε Ηρόδ.· τὸ ἐμφ. αντίθ. προς τὸ μέλλον, σε Θουκ.· εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι, έρχεται κάτι στο φως, σε Ξεν. 3. φανερός, πραγματικός, ψηλαφητός, απτός, καταφανής, οφθαλμοφανής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. 4. εμφανής, γνωστός, πασίδηλος, τὰ ἐμφανῆ, σε Ηρόδ. III. επίρρ., -νῶς, Ιων. -νέως, φανερά, ανοιχτά, Λατ. palam, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ανοιχτά, δηλ. όχι κρυφά ή δόλια, ύπουλα, σε Σοφ.· οὐ λόγοις, ἀλλ' ἐμφανῶς, αλλά πραγματικά, σε Αριστοφ. 2. ομοίως και ως ουδ. επίθ., ἐξ ἐμφανέος ή ἐκ τοῦ ἐμφ., σε Ηρόδ.· ἐν τῷ ἐμφανεῖ, σε Θουκ.