Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐμπολή"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἐμ-πολή, (ἐν, πωλέω),· I. εμπόρευμα, φορτίο, πραμάτεια, σε Αριστοφ., Ξεν. II. εμπόριο, συναλλαγή, αγορά, σε Ευρ., Ξεν.
ἐμπόλημα, -ατος, τό (ἐμπόλαω), I. εμπόρευμα, η ύλη που γίνεται αντικείμενο εμπορίου, πραμάτεια, φορτίο πλοίου, εμπόρευμα, στον Σοφ. (μεταφ.), Ευρ. II. κέρδος που προέρχεται από εμπόριο, σε Θεόφρ.
ἐμπολητός, , -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.