Αποτελέσματα για: "ἐμπολή"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
ἐμ-πολή, ἡ (ἐν, πωλέω),· I. εμπόρευμα, φορτίο, πραμάτεια, σε Αριστοφ., Ξεν. II. εμπόριο, συναλλαγή, αγορά, σε Ευρ., Ξεν.
-
ἐμπόλημα, -ατος, τό (ἐμπόλαω), I. εμπόρευμα, η ύλη που γίνεται αντικείμενο εμπορίου, πραμάτεια, φορτίο πλοίου, εμπόρευμα, στον Σοφ. (μεταφ.), Ευρ. II. κέρδος που προέρχεται από εμπόριο, σε Θεόφρ.
-
ἐμπολητός, -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.