LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐμπολάω"
- ἐμπολάω, παρατ. ἠμπόλων, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠμπόλησα, παρακ. ἠμπόληκα — Παθ., αόρ. αʹ ἠμπολήθην, παρακ. ἠμπόλημαι, Ιων. ἐμπ- (ἐμπλοκή)· I. 1. κερδίζω μέσω ανταλλαγής προϊόντων ή με το εμπόριο, βγάζω χρήματα, σε Σοφ., σε Ξεν. — Μέσ., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο, αποκτούσαν πολλά υπάρχοντα (μεγάλη περιουσία) μέσω του εμπορίου, σε Ομήρ. Οδ. 2. συναλλάσσομαι ή εμπορεύομαι κάτι, ψωνίζω, αγοράζω, σε Σοφ.· μεταφ., ἐμπ. τὴν ἐμὴν φρένα, βγάζει κέρδος, επωφελείται με το να ασχολείται μαζί μου, στον ίδ. II. απόλ., συναλλάσσομαι ως έμπορος, εμπορεύομαι, πουλώ, σε Αριστοφ.· μεταφ., ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα, αυτός που έχει χειριστεί τα περισσότερα πράγματα με επιτυχία, σε Αισχύλ.