Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐμπνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐμ-πνέω, ποιητ. -πνείω, μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ ἐνέπνευσα· I. 1. φυσώ ή πνέω πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. απόλ., αναπνέω, ζω, είμαι ζωντανός, σε Αισχύλ., Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· βραχὺν βίοτον ἐμπνέων ἔτι, σε Ευρ. 3. με γεν., ψιθυρίζω, σιγομουρμουρίζω, ἐμπν. φόνου, Λατ. caedem spirare, σε Κ.Δ. II. μτβ., 1. φυσώ μέσα σε κάτι, ἱστίον ἔμπν., φουσκώνω τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν. 2. εμφυσώ, εμπνέω, μένος ή θάρσος τινί, σε Όμηρ.