LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐμπειρία"
- ἐμπειρία, ἡ, 1. εμπειρία, πείρα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., εμπειρία, γνωριμία, γνώση κάποιου αντικειμένου, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, ἐμπ. περί τι, σε Ξεν.