LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐμπίς"
- ἐμπίς, -ίδος, ὁ, κουνούπι, σκνίπα, Λατ. culex, σε Αριστοφ.
- ἐμ-πιστεύω, μέλ. -σω (ἐν), εμπιστεύομαι, τινί τι, σε Πλούτ. — Παθ., εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, τι, σε Λουκ.