Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐμπίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐμ-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ἐνέπιον, παρακ. ἐμπέπτωκα (ἐν1. ρουφώ, καταπίνω, πίνω αχόρταγα, άπληστα, σε Ευρ. κ.λπ.· ἐμπ. τοῦ αἵματος, πίνω αχόρταγα ή άπληστα αίμα, σε Ηρόδ. 2. απόλ., πίνω εντελώς, σε Θέογν., Ξεν.