LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐμβριθής"
- ἐμβρῑθής, -ές (ἐν, βρίθω)· 1. βαρύς, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. μεταφ., όπως το Λατ. gravis, βαρύς, σοβαρός, σπουδαίος, σε Πλούτ. 3. με αρνητική σημασία, βαρύς, επαχθής, θλιβερός, οδυνηρός, σε Αισχύλ.