Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐμβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐμ-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα, αόρ. βʹ ἐνέβᾰλον (ἐνI. 1. ρίχνω, ρίχνω μέσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐμβ. τινὰ εἰς τὸ δεσμωτήριον, ρίχνω κάποιον μέσα στη φυλακή, σε Δημ.· ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν, ως σημάδι, εγγύηση καλής πίστης, σε Σοφ. 2. ἐμβ. τινί τι θυμῷ, βάζω κάτι μέσα στο μυαλό κάποιου, σε Όμηρ.· ομοίως και ἐμβ. ἵμερον, μένος τινί, στον ίδ.· βουλὴν ἐμβ. περί τινος, δίνω συμβουλή σε κάποιον για κάτι, συμβουλεύω, σε Ξεν. 3. ρίχνω προς, πάνω ή εναντίον κάποιου, επιρίπτω, νηῒ κεραυνόν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμβ. πληγάς, καταφέρνω, επιφέρω χτυπήματα, σε Ξεν.· ἐμβ. πῦρ, το χρησιμοποιώ, σε Θουκ.· μεταφ., ἐμβ. φόβον τινί, προξενώ φόβο σε κάποιον, Λατ. incutere timorem, σε Ηρόδ. II. 1. α) αμτβ. (ενν. στρατόν), πραγματοποιώ επιδρομή ή εισβολή, εισβάλλω, εφορμώ, στον ίδ. β) γενικά, συντρίβω, παραβιάζω, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, ορμώ, εισορμώ, σε Αισχίν.· ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον, σε Ευρ. 2. χτυπώ, πλήττω, προσβάλλω πλοίο με το έμβολο, εξαπολύω επίθεση ή το εμβολίζω, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. 3. κώπῃ ἐμβάλλειν (ενν. χεῖρας), τοποθετούμαι στο κουπί, Λατ. incumbere remis, σε Ομήρ. Οδ.· και το ἐμβάλλειν μόνο του, τραβώ κουπί δυνατά, σε Αριστοφ. 4. λέγεται για ποταμό, αδειάζω, χύνομαι, εκβάλλομαι, σε Πλάτ. III. 1. Μέσ., πετώ κάτι που ανήκει σε άλλον, σε Δημ. 2. μεταφ., ἐμβάλλεσθαί τι θυμῷ, το βάζω στο μυαλό του, το λαμβάνω υπ' όψιν, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με γεν., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων, ριχτείτε πάνω στο κρέας του λαγού, σε Αριστοφ. IV. Παθ., λέγεται για πλοία, εξαπολύω επίθεση, σε Θουκ.