Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλπίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐλπίς, -ίδος, (ἔλπωI. 1. ελπίδα, προσδοκία, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων, μετά το ναυάγιο πολλών ελπίδων, σε Αισχύλ.· με γεν. υποκ. και αντικ., Πελοποννησίων τὴν ἐλπίδα τοῦ ναυτικοῦ, η εναπόθεση ελπίδας των Πελοποννησίων στο ναυτικό τους, σε Θουκ. 2. αντικείμενο ελπίδας, στήριγμα, Ὀρέστης, ἐλπὶς δόμων, σε Αισχύλ. II. υπόνοια, υποψία, φόβος, στον ίδ.