LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐλλάμπω"
- ἐλ-λάμπω, μέλ. -ψω (ἐν), φωτίζω εσωτερικά, λαμπρύνω· μεταφ. στη Μέσ., διακρίνομαι, υπερέχω, δοξάζομαι σε ή με κάτι, σε Ηρόδ.