Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλεύθερος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐλεύθερος, , -ον ή -ος, -ον (ἐ-λεύθερ-ος = Λατ. liber)· I. 1. ελεύθερος, αντίθ. προς το δοῦλος· ἐλεύθερον ἦμαρ, η ημέρα της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, σε Ομήρ. Ιλ.· κρητὴρ ἐλεύθερος, κρατήρας, ποτήρι του οποίου το περιεχόμενο πίνονταν στο όνομα της ελευθερίας, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ., Αττ.· τὸἐλ., η ελευθερία, σε Ηρόδ.· με γεν., ελεύθερος ή απαλλαγμένος από κάτι, σε Τραγ. 2. λέγεται για πράγματα, ελεύθερος, ανοικτός σε όλα, ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος, σε Ξεν. II. όπως το ἐλευθέριος, αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο άνδρα, ελεύθερος, ειλικρινής, ευθύς, άδολος στους τρόπους, σε Ηρόδ., Αττ.επίρρ. ἐλευθέρως εἰπεῖν, σε Ηρόδ., Σοφ.
ἐλευθερο-στομέω, μέλ. -ήσω (στόμα), μιλώ ελεύθερα, με θάρρος, με παρρησία, σε Αισχύλ., Ευρ.